μαφιόζικος

μαφιόζικος
-η, -ο [μαφιόζος]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή που ταιριάζει σε μαφιόζο.
επίρρ...
μαφιόζικα
με μαφιόζικο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”